- ἱερωσύνην
- ἱερώσυνοςpriestlyfem acc sg (attic epic ionic)ἱερωσύνηpriesthoodfem acc sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Ερεχθεύς — Μυθολογικό πρόσωπο. Βασιλιάς της Αθήνας, διάδοχος του Κέκροπα, γιος του Ηφαίστου και της Γης. Είχε ανατραφεί στην Αθήνα και θεωρείτο ιδρυτής των Ελευσίνιων Μυστηρίων, της γιορτής των Παναθηναίων και εφευρέτης του τέθριππου άρματος. Σύμφωνα με… … Dictionary of Greek
επανάβασις — ἐπανάβασις, η (Α) [επαναβαίνω] 1. ανέβασμα σε ψηλότερη βαθμίδα («τότε γνώσομαι τὴν ἱερωσύνην οὐκ ἀπόβασιν οὖσαν τῆς φιλοσοφίας ἀλλ ἐπανάβασιν», Συν.) 2. η αναζήτηση ύψιστων αρχών 3. (για σφυγμό) διαστολή … Dictionary of Greek
ιερώνω — και ιερώ (ΑΜ ἱερῶ, όω και άω, δωρ. τ. ἱαρόω, παθ. τ. ἱεροῡμαι, όομαι και ἱερῶμαι, άομαι και ιων. ἱράομαι και δωρ. ἱερεοῡμαι, όομαι) κάνω κάτι ιερό, αφιερώνω, καθιερώνω, κάνω ανάθημα (νεοελλ. μσν.) (η μτχ. παθ. παρακμ. ως ουσ.) ιερωμένος αυτός που … Dictionary of Greek
κληρώνω — (AM κληρώ, όω, Α δωρ. τ. κλαρόω) [κλήρος] 1. ενεργώ εκλογή ή διανομή με κλήρο, ορίζω με κλήρωση (α. «θα κληρωθούν οι τυχεροί που θα συμμετάσχουν στο ταξίδι» β. «θα κληρώσει το δικαστήριο τα δύο οικόπεδα για να μοιραστεί η περιουσία» γ. «εἴ τις… … Dictionary of Greek
περιδρομή — η, ΝΜΑ το να τρέχει κάποιος γύρω γύρω ή εδώ κι εκεί (α. «περιδρομὴν ποιεῑσθαι», Ξεν. β. «πλάναι τε καὶ περιδρομαί», Πλούτ.) (μσν. αρχ.) το να τριγυρίζει κανείς κάποιον για να τον κολακέψει (α. «προσδριῶν διὰ πλείστης ὅσης περιδρομῆς κρατήσαντες» … Dictionary of Greek
πωλώ — πωλῶ, έω, ΝΜΑ, και πουλώ, άω, Ν 1. προσφέρω ή εκθέτω κάτι για πώληση 2. παρέχω κάτι σε κάποιον έναντι τιμήματος («πουλάει το σπίτι του πολύ ακριβά») 3. μτφ. προδίδω, εξαπατώ (α. «αν και φίλος, δεν δίστασε να μέ πουλήσει» β. «τὰ οἴκοι πωλοῡντες»,… … Dictionary of Greek
ЕПИФАНИЙ КИПРСКИЙ — [греч. ᾿Επιφάνιος ὁ τῆς Κύπρου; лат. Epiphanius Constantiensis in Cypro], свт. (пам. 12 мая) (ок. 315, сел. Бесандука, Палестина 12 мая 403), еп. г. Констанции (древний Саламин, ныне пригород Фамагусты, Кипр), отец и учитель Церкви, богослов… … Православная энциклопедия
ИЕРЕЙ — [греч. ὁ ἱερεύς], то же что священник; слово «иерей», отличается от слова «священник» лишь стилистически, употребляется гл. обр. в литургическом контексте. В качестве технического термина наряду с «рукоположением во пресвитера» употребляется… … Православная энциклопедия